- ὑπερβάλλοντα
- ὑπερβάλλωthrow overpres part act neut nom/voc/acc plὑπερβάλλωthrow overpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερβάλλοντ' — ὑπερβάλλοντα , ὑπερβάλλω throw over pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπερβάλλοντα , ὑπερβάλλω throw over pres part act masc acc sg ὑπερβάλλοντι , ὑπερβάλλω throw over pres part act masc/neut dat sg ὑπερβάλλοντι , ὑπερβάλλω throw over pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα … Dictionary of Greek
κατασκοτώνω — 1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο») 2. μέσ. κατασκοτώνομαι α) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μου β) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι,… … Dictionary of Greek
συγκοιμώμαι — άομαι, Α (αποθ.) 1. (για άντρα και για γυναίκα) κοιμάμαι μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, είμαι σύνευνος κάποιου 2. μτφ. (για ιστορικό) ασχολούμαι με κάτι ακόμη και στον ύπνο μου, ασχολούμαι με υπερβάλλοντα ζήλο με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek